υπερπεψία

υπερπεψία
η, Ν
ιατρ. υπερέκκριση πεπτικών ενζύμων κυρίως από τον στόμαχο αλλά και από το υπόλοιπο σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + πέψη + κατάλ. -ία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο περιοδικό Ιατρική Εφημερίς Στρατού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”